Μια σειρά βιβλίων για αναγνώστες από 9 έως... 99 ετών !
Μια σειρά βιβλίων για αναγνώστες από 9 έως... 99 ετών !
Αν το νοσηρό κλίμα της μαγείας και του αποκρυφισμού,
στο παιδικό θέαμα και ανάγνωσμα, σας έχει κουράσει...
Οι περιπέτειές του θα δώσουν μια τελείως νέα διάσταση σ' αυτό,
που είναι σήμερα γνωστό σαν: "Παιδικό μυθιστόρημα".
Η φαντασία δεν χρειάζεται να γίνεται πάντοτε γέφυρα προς τη μαγεία και τον αποκρυφισμό. Κάτι, δυστυχώς, πολύ συχνό στις μέρες μας. Δεν χρειάζεται να είναι φυγή από μια "σκληρή", "αφόρητη" πραγματικότητα.
Η φαντασία μπορεί να γίνει ευκαιρία ανακάλυψης, γνώσης, περιπέτειας μέσα σε ένα υγιές, ψυχαγωγικό, όμορφο περιβάλλον.
Ο Νίκος Μαραβέλιας, ένα σύγχρονο, καθημερινό αγόρι ζει την πραγματικότητα, την περιπέτεια, το θαύμα της ζωής.
Η αισιοδοξία και η ελπίδα για την εξέλιξή του, αφημένες στην πρόνοια του Θεού, στην αγάπη των δικών του, αλλά και στην προσωπική του προσπάθεια, κάνουν την κάθε στιγμή της ημέρας γεμάτη ενδιαφέρον. Μια πραγματική περιπέτεια.
Ο Νίκος Μαραβέλιας -ο Νικ Μάρβελ, όπως τον φωνάζουν οι φίλοι και συμμαθητές του, για την ζωντάνια, την υπομονή και τον καλό χαρακτήρα του- δεν έχει ανάγκη από "μαγείες" για να ζήσει έντονα, έντιμα, υπεύθυνα. Μια ζωή γεμάτη θαύματα!
Σε έναν κόσμο όπου το κακό έχει σχεδόν εξαφανίσει κάθε καλό, ο Νίκος Μαραβέλιας -ή Νικ Μάρβελ, όπως τον φωνάζουν οι φίλοι του- και η οικογένειά του αγωνίζονται με όπλο τους την «Ευχή».
Όταν οι δυνάμεις του Λάρι Ρότεν απαγάγουν τους γονείς του, ο Νικ Μάρβελ και τα αδέρφια του πρέπει να βρουν ασφαλές καταφύγιο.
Ταυτόχρονα οι γονείς τους προσπαθούν κι αυτοί να ξεφύγουν, και να ενωθούν ξανά με τα παιδιά τους.
Ο «Νικ Μάρβελ» έτρεχε. Αυτή τη φορά, ναι, έτρεχε για τη ζωή του.
Η Τζένη του το είχε πει ξεκάθαρα.
-Θα σας συλλάβουν και τα έξι παιδιά σε δύο μέρες, είχε πει η κοπέλα. Το απόγευμα μεθαύριο, όταν θα ήταν στη γιορτή για την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Για να μην δώσουν ευκαιρία για σχόλια.
Έπρεπε να φύγουν. Έπρεπε να προλάβουν να φύγουν.
Ούτε κατάλαβε πώς πέρασε το δρόμο, ούτε κατάλαβε πώς έφτασε στο σπίτι. Μια σκέψη μόνο κυριαρχούσε στο μυαλό του: Έπρεπε να προλάβουν να φύγουν.
Από μέσα, βαθιά στην καρδιά του, η Ευχή χάραζε το δικό της δρόμο.
-Κύριε, Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν.
Έσπρωξε γρήγορα την εξώπορτα του κήπου, που έκλεισε πίσω του κι όρμησε στον πλακόστρωτο διάδρομο του κήπου, προς το πίσω μέρος της μικρής μονοκατοικίας. Η πίσω πόρτα της κουζίνας, πάντα ξεκλείδωτη, σπρώχτηκε με βιασύνη και ο Νίκος Μαραβέλιας στάθηκε λαχανιασμένος στην άδεια κουζίνα.
-Αλεξάνδρα, πού είσαι; Αλεξάνδρα;
Το τρομαγμένο και απορημένο πρόσωπο της μεγάλης αδελφής φάνηκε στο άνοιγμα της πόρτας.
-Τι έπαθες Νικόλαε; Τι τρέχει; Ρώτησε γεμάτη αγωνία.
Στο δεύτερο βιβλίο συνεχίζεται η προσπάθεια του Νικ Μάρβελ και της οικογένειάς του να ενωθούν ξανά.
Καθώς παλιοί εχθροί αλλάζουν και γίνονται φίλοι, νέοι κίνδυνοι ξεπροβάλλουν στήνοντας καινούρια εμπόδια.
Και πάλι όμως η «Ευχή» αποτελεί το στήριγμα όλων των ηρώων μας, καθώς ο δρόμος τους θα τους οδηγήσει στη Βασίλισσα των πόλεων, την Κωνσταντινούπολη.
-Θέλετε να πείτε, ψέλλισε το αγόρι, ότι πάνω από το κεφάλι μας... Από πάνω μας... Δη-λαδή, είμαστε κάτω από τη Μεγάλη Εκκλησία;
Ο άνδρας χαμογέλασε αχνά.
-Θα δεις, θα δεις, είπε ανεβαίνοντας την πέτρινη σκάλα. Ο Νικόλαος κι ο Κεφάλας τον ακολούθησαν. Έφθασαν τέλος σε ένα φαρδύ κεφαλόσκαλο, όπου μπροστά τους, στο αμυδρό φως ξεχώριζε στον τοίχο το περίγραμμα μιας χαμηλής τετράγωνης πόρτας.
-Εδώ είμαστε, είπε ο Παύλος. Η ύπαρξη του ανοίγματος δε φαίνεται με τίποτα από την άλλη μεριά, συμπλήρωσε τραβώντας ένα βαρύ χειροκίνητο μοχλό στον τοίχο, που υποχρέωσε τις πέτρες να απομακρυνθούν δημιουργώντας το άνοιγμα. Μόνο, που το σκυλί, θα πρέπει να μείνει εδώ. Αν και νομίζω ότι ο φίλος μας έχει ήδη καταλάβει πού πάμε, πρόσθεσε βλέποντας τον Κεφάλα να ξαπλώνει υπάκουος περιμένοντας την επιστροφή του αφεντικού του.
Διάβηκαν το κατώφλι. Ο Νικόλαος απόμεινε άφωνος και γοητευμένος. Ναι, ήταν αυτή. Η Μεγάλη Εκκλησία, η Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία, η Αγία Σοφία, «Η του Θεού Σοφία»...
Ήταν εκεί μέσα όπου ακούστηκε το «Νενίκηκά σε Σολομών» από τον Ιουστινιανό...
Μιλούσαν για 1000 πρωτομάστορες και 10.000 εργάτες, που δούλευαν, σωστό μελίσσι, τα χρόνια του χτισίματός της. Κι ο μύθος αναφέρει για αγγέλους, που ακούραστοι τη νύχτα, όταν κοιμόνταν όλοι, συνέχιζαν το χτίσιμο και που τους ένιωθαν τριγύρω καθόσον έβλεπαν τους τοίχους να υψώνονται από αόρατα χέρια...
Ήταν αυτή που κάτω από τους θόλους της στέφτηκαν τόσοι και τόσοι αυτοκράτορες. Ήταν αυτή που στέγασε χιλιάδων χιλιάδες Λειτουργίες, που είδε θριάμβους αυτοκρατορικούς και Παρακλήσεις και Δοξολογίες. Ήταν εκεί που ψάλθηκε το «Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια»...
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα επουράνια, σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι, με τετρακόσια σήμαντρα, κι εξηνταδυό καμπάνες...
Στο τρίτο βιβλίο, η οικογένεια του Νικ Μάρβελ έχει σχεδόν ενωθεί και πάλι.
Κι ενώ τα πράγματα φαίνεται να πηγαίνουν προς το καλύτερο, μια νέα επίθεση από τις δυνάμεις του Λάρι Ρότεν θα αναγκάσει τον Νικ Μάρβελ να ταξιδέψει μέχρι την Κύπρο προκειμένου να σώσει τα αγαπημένα του πρόσωπα.
Μεσολάβησε σιωπή. Οι τρεις σύντροφοι απόμειναν ο καθένας με τις σκέψεις του, ενώ ο συρμός έδειξε να κόβει ταχύτητα.
-Θα πρέπει να φτάνουμε στην Άγκυρα, είπε ο Ερχάν παρατηρώντας το φωτεινό δίσκο στον καρπό του χεριού του.
-Η ένδειξη στο καντράν είναι «ΧΑΤΤΙΑΝΟΙ», είπε σκεπτικός ο Νικόλαος.
-Και μάλιστα γραμμένο με ελληνικούς κεφαλαίους χαρακτήρες, πρόσθεσε ο Ομέρ εξετάζοντας προσεκτικά τον πίνακα ενδείξεων της κάψουλας.
-Γιατί δε γράφει «Άγκυρα» ή «Ankara» ή έστω «Engürije»; ρώτησε απορημένος ο Ερχάν. Τι θα πει «Χαττιανοί»; Τι λες κι εσύ Νίκο; γύρισε προς το αγόρι. Έχεις ξαναταξιδέψει μ’ αυτό το «εργαλείο», έτσι δεν είναι;